ἔκλεψε

ἔκλεψε
ἐκλέπω
free from shell
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
κλέπτω
clepere
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… …   Dictionary of Greek

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

  • ἔκλεψ' — ἔκλεψαι , ἐκλέπω free from shell aor imperat mid 2nd sg ἔκλεψα , ἐκλέπω free from shell aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔκλεψε , ἐκλέπω free from shell aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔκλεψα , κλέπτω clepere aor ind act 1st sg ἔκλεψο ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Despina Vandi Live — Despina Vandi: Live Live album by Despina Vandi Released December 08, 2003 Recorded 2003 …   Wikipedia

  • Αιήτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ήλιου και της Ωκεανίδας Περσηίδας, αδελφός της Κίρκης, της Πασιφάης και του Πέρση, βασιλιά της Κολχίδος. Σύμφωνα με ορισμένη παράδοση (Απολλώνιος Ρόδιος), ο Α. νυμφεύτηκε την Ωκεανίδα Ειδυίαν από την οποία απέκτησε… …   Dictionary of Greek

  • Ιλιάδα — Επικό ποίημα του Ομήρου. Η Ι. αναπτύσσεται σε 24 ραψωδίες, που περιλαμβάνουν παραπάνω από 15.000 στίχους. Το χρησιμοποιούμενο μέτρο είναι το δακτυλικό εξάμετρο. Η Ι. πλέκεται γύρω από ένα επεισόδιο του Τρωικού πολέμου και διαρκεί 52 ημέρες·… …   Dictionary of Greek

  • Τήλεφος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή και της Αύγης, κόρης του βασιλιά της Τεγέας, Αλεού, και ιέρειας της Αθηνάς. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του τον έκρυψε στο ιερό άλσος της Αθηνάς, όπου τον βρήκε ο Αλεός. Ο Αλεός… …   Dictionary of Greek

  • ένα — (Enna). Πόλη (29.100 κάτ. το 2001) της Ιταλίας στην κεντρική Σικελία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.562 τ. χλμ., 177.291 κάτ.). Είναι χτισμένη στις πλαγιές των ορέων Ερέι. Αποτελεί αγορά γεωργικών προϊόντων, ενώ προσελκύει και πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • αγήνωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο που κατά τους ερμηνευτές των μύθων συμβολίζει τον ήλιο, οδηγό των λαών στην εξάπλωσή τους από την ανατολή προς τη δύση. Το όνομά του προέρχεται από τις λέξεις άγαν (πάρα πολύ) και ανήρ· σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”